- ταμείων
- ταμεί̱ων , ταμεῖονneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταμειῶν — ταμεία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ΙΚΑ — (Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων). Ενιαίος αυτοδιοικούμενος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρεται σε ολόκληρη τη χώρα. Περιλαμβάνει όλους τους εργαζόμενους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και κάθε είδους ιδρύματα –ακόμα και δημόσια με σύμβαση… … Dictionary of Greek
BURSARIUS — in Ecclesia Romana officium Monasticum est, penes quem Bursa seu pecunia Monasterii, in Monastico Angi. Tom. 1. p. 184. Iohn Tortoun quintus, Bursarius officiatus. Etiam sic dicti sunt, quibus ex Bursis stipendia praestabantnr, cuiusmodi Bursarum … Hofmann J. Lexicon universale
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
συνεκφορώ — έω, ΜΑ μσν. λαμβάνω πόρους ταυτοχρόνως («μεγάλας ὠφελείας... ἐκ τῶν βασιλικῶν ταμείων συνεκφορήσαντα», Λέων Δ.) αρχ. μεταφέρω έξω μαζί («οὐκ ὀλίγα τῶν ἐπίπλων... συνεκφορήσαντες», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκφορῶ «μεταφέρω έξω»] … Dictionary of Greek
συνταγολόγιο — το, Ν 1. (φαρμ.) κατάλογος τών εγκεκριμένων φαρμάκων που μπορούν να συνταγογραφηθούν από το Εθνικό Σύστημα Υγείας ή από τους κλάδους υγείας τών διαφόρων ασφαλιστικών ταμείων 2. βιβλίο στο οποίο γράφονται οι συνταγές που εκτελούνται καθημερινά.… … Dictionary of Greek
Αργολίδας, Ιερά Μητρόπολη — Έχει έδρα το Ναύπλιο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 76 ενοριακοί ναοί στους οποίους υπηρετούν συνολικά 88 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιφέρειες Ναυπλίου (πόλεως) … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
Άρτας, Ιερή Μητρόπολη — Έχει έδρα την Άρτα και στη δικαιοδοσία της υπάγονται 94 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 98 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί πέντε αρχιερατικοί επίτροποι: Άρτας και περιχώρων, Άρτας Κάτω… … Dictionary of Greek